в розницу - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

в розницу - translation to πορτογαλικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА

в розницу      
a retalho, a varejo
regatar      
покупать в розницу; продавать в розницу
a retalho      
в розницу

Ορισμός

в розницу
нареч.
1) Поштучно или небольшими количествами (о купле и продаже чего-л.).
2) разг. Порознь, поодиночке.

Βικιπαίδεια

В розницу

В ро́зницу — врозь, не вместе, порознь, по отдельности:

  • Торговля в розницу — в отличие от торговли оптом.
  • «Оптом и в розницу» — пятый альбом русской панк-рок-группы «Наив».
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για в розницу
1. "ДЕЛОВОЙ ВТОРНИК" ПОШЕЛ В РОЗНИЦУ Уважаемые читатели!
2. Огромные вложения в розницу просто не оправдывались.
3. Пример: ООО "Хозтовары" продает в розницу хозтовары.
4. Всего в розницу поступит несколько миллионов игрушек.
5. Разница цен на дома и участки в розницу соответствующая.